- καταρτίζω
- (AM καταρτίζω)παρασκευάζω κάποιον δίνοντάς του τα αναγκαία εφόδια και ιδίως γνώσεις σε ορισμένο κλάδο, εκπαιδεύω, εξασκώ («τόν κατάρτισε στα μαθηματικά»)νεοελλ.ολοκληρώνω κάτι ώστε να είναι πλήρες, συγκροτώ σε ένα οργανικό σύνολο, οργανώνω (α. «κατάρτισε τον κατάλογο τών παρόντων στη συνέλευση» β. «κατάρτισε λόχο»)μσν.χτίζω, ιδρύωμσν.-αρχ.ετοιμάζω («καταρτίζειν σφενδόνην», Φίλ.)αρχ.1. διευθετώ, τακτοποιῶ2. συμφιλιώνω3. επιδιορθώνω, επισκευάζω («καὶ προβὰς ἐκεῑθεν εἶδεν ἄλλους... καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν», ΚΔ)4. τοποθετώ εξαρθρωμένο μέλος στη θέση του5. ασκώ τα μέλη τού σώματος για να τά φέρω στη φυσιολογική τους κατάσταση6. επαναφέρω στον σωστό δρόμο («ὑμεῑς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῡτον ἐν πνεύματι πραότητος», ΚΔ)7. συμβουλεύω8. επανορθώνω9. θεραπεύω («ἠσθένησε, σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν», ΠΔ)10. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηρτισμένος, -η, -οναυτός που βρίσκεται σε θέση μάχης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀρτίζω «προσαρμόζω» (< ἄρτι), πρβλ. απ-αρτίζω, εξ-αρτίζω. Κατ' άλλη άποψη, το ἀρτίζω είναι μεταπλασμένος τ. τού ἀρτέομαι* «είμαι έτοιμος»].
Dictionary of Greek. 2013.